διατρητικός

διατρητικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διάτρηση
2. αυτός που μπορεί να διατρυπά.
3. φρ. «διατρητική μηχανή» — μηχανή με πληκτρολόγιο το οποίο συνδέεται με συγκρότημα διατρητικών ακίδων, για τη διάτρηση δελτίων κατά τη μηχανογράφηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Άγγελου Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διατρητικός — ή, ό αυτός που έχει την ιδιότητα να διατρυπά: Το διατρητικό εργαλείο ανοίγει τρύπες σε φύλλα χαρτιού, για να μπουν σε ντοσιέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τορός — (I) ά, όν, ΜΑ 1. (για φωνή ή ήχο) οξύς, διαπεραστικός («φωνὴ λαμπρὰ καὶ φθέγμα τορόν», Λουκιαν.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τορόν η ηχηρότητα, το να είναι ο ήχος διαπεραστικός («τὸ τοῡ προφερομένου λόγου τορὸν καὶ τρανέστατον», Ευστ.) αρχ. 1. (για το… …   Dictionary of Greek

  • τρυπανικός — ή, όν, Α [τρύπανον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ενέργεια τού τρυπάνου, ο διατρητικός …   Dictionary of Greek

  • τρυπανώδης — ῶδες, ΜΑ [τρύπανον] αυτός που διατρυπά, διατρητικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”