- διατρητικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διάτρηση2. αυτός που μπορεί να διατρυπά.3. φρ. «διατρητική μηχανή» — μηχανή με πληκτρολόγιο το οποίο συνδέεται με συγκρότημα διατρητικών ακίδων, για τη διάτρηση δελτίων κατά τη μηχανογράφηση.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Άγγελου Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.